- διαχωρητικός
- -ή, -ό (Α -ός, -ή, -όν)εύπεπτος, ευκοίλιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαχωρητικός — laxative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχωρητικά — διαχωρητικός laxative neut nom/voc/acc pl διαχωρητικά̱ , διαχωρητικός laxative fem nom/voc/acc dual διαχωρητικά̱ , διαχωρητικός laxative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχωρητικώτερον — διαχωρητικός laxative adverbial comp διαχωρητικός laxative masc acc comp sg διαχωρητικός laxative neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχωρητικῶν — διαχωρητικός laxative fem gen pl διαχωρητικός laxative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχωρητικόν — διαχωρητικός laxative masc acc sg διαχωρητικός laxative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχωρητικαί — διαχωρητικός laxative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχωρητικοῖς — διαχωρητικός laxative masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχωρητικοῖσι — διαχωρητικός laxative masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχωρητικοῖσιν — διαχωρητικός laxative masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχωρητικοί — διαχωρητικός laxative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)